lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυστηρός στα δανική

Λέξη:
αυστηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (47):
akkurat, alvorlig, ampler, barbarisk, barsk, besk, bestemt, besværlig, bister, eksakt, fast, grav, graverende, grov, grundig, grusom, heftig, hård, indgående, intens, just, korrekt, massiv, minutiøs, nøjagtig, omstændelig, pikant, præcis, ram, rigid, rigtig, rå, seriøs, skarp, spids, stel, stiv, stram, streng, strid, strikt, stærk, svær, tvær, vanskelig, vigtig, vråen
Σχετικές λέξεις:
δανική αυστηρός, αυστηρώς κατάλληλο, αυστηρόσ πατέρασ, αυστηρόσ ετυμολογία, αυστηρόσ δάσκαλοσ, αυστηρός συνώνυμα, αυστηρός στα δανική, akkurat στα ελληνικά
αυστηρός στα δανική