lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυστηρός στα σουηδικά

Λέξη:
αυστηρός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (49):
ackurat, akut, allvarlig, allvarsam, amper, ansenlig, barsk, besk, besvärlig, betänklig, bister, bitande, elakartad, exakt, fast, frän, grav, grundig, grundlig, hård, just, korrekt, minutiös, noggrann, obearbetad, omsorgsfull, piffig, pikant, rigid, rigorös, riktig, rå, seg, seriös, skarp, skärva, spetsig, spliss, stark, stel, stram, strikt, sträng, sträv, svår, svårt, tvär, utförlig, vass
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αυστηρός, αυστηρώς κατάλληλο, αυστηρόσ πατέρασ, αυστηρόσ ετυμολογία, αυστηρόσ δάσκαλοσ, αυστηρός συνώνυμα, αυστηρός στα σουηδικά, ackurat στα ελληνικά
αυστηρός στα σουηδικά