lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα δανική

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
forbedre, bedre, korrigere, reparere, rette
Σχετικές λέξεις:
δανική βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα δανική, forbedre στα ελληνικά
βελτιώνω στα δανική