lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα ρωσικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
совершенствовать, улучшать, выпрямлять, исправлять, оправлять, поправлять, облагораживать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα ρωσικά, совершенствовать στα ελληνικά
βελτιώνω στα ρωσικά