lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα ισπανικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (17):
abonar, acrisolar, afinar, arreglar, beneficiar, bonificar, calificar, corregir, encarnecer, enmendar, ennoblecer, mejorar, mejorarse, perfeccionar, rectificar, refinar, reparar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα ισπανικά, abonar στα ελληνικά
βελτιώνω στα ισπανικά