lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
більша, викорінювати, викоріняти, коректувати, краща, краще, кращий, ліпший, меліорувати, перетворення, покращтеся, покращувати, поліпшення, поліпшити, поліпшитися, поліпшувати, поліпшуватися, поліпшіть, поправити, поправляти, піднести, підносити, підніміть, реформа, реформувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα ουκρανικά, більша στα ελληνικά
βελτιώνω στα ουκρανικά