lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα ιταλικά

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
accomodare, aggiustare, assettare, correggere, emendare, migliorare, nobilitare, perfezionare, raffinare, rettificare, riparare, ritoccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα ιταλικά, accomodare στα ελληνικά
βελτιώνω στα ιταλικά