lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα δανική

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (21):
anmodning, ansvar, attrå, efterspørgsel, embede, fordre, fordring, formål, gjald, gæld, hensigt, kontor, krav, læs, mål, opgave, pligt, problem, sak, skyld, ønske
Σχετικές λέξεις:
δανική καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα δανική, anmodning στα ελληνικά
καθήκον στα δανική