lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα ουγγρική

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
adó, adósság, feladat, igénybevétel, kereslet, kötelesség, probléma, rendeltetés, tartozás, tárgy, vállalkozás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα ουγγρική, adó στα ελληνικά
καθήκον στα ουγγρική