lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα νορβηγικά

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (25):
ansvar, attrå, begjær, beslagleggelse, bønn, etterspørsel, fordring, formål, forpliktelse, forutsetning, gjeld, gjøremål, kontor, krav, mål, oppdrag, oppgave, plikt, rekvisisjon, sak, skyld, skyldighet, vanskelighet, verneplikt, ønske
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα νορβηγικά, ansvar στα ελληνικά
καθήκον στα νορβηγικά