lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθήκον στα φινλανδικά

Λέξη:
καθήκον (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (16):
anomus, konttori, kysymys, kysyntä, lasti, lataus, ongelma, pulma, tehtävä, toimisto, vaatia, vaatimus, velka, velvollisuus, virasto, virka
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά καθήκον, καθηκον συνώνυμο, καθήκον συνώνυμα, καθήκον σημασία, καθήκον ορισμός, καθήκον λεξικό, καθήκον στα φινλανδικά, anomus στα ελληνικά
καθήκον στα φινλανδικά