lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατακτώ στα δανική

Λέξη:
κατακτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
erobre, underkaste, besejre, overvælde, overvinde, slå, få, fortjene, nå, vinde
Σχετικές λέξεις:
δανική κατακτώ, κατακτώ συνώνυμα, κατακτώ στα αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ αγγλικά, κατακτώ english, κατακτώ στα δανική, erobre στα ελληνικά
κατακτώ στα δανική