lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατακτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
κατακτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
abranger, adquirir, alcançar, arrancar, arranjar, auferir, captar, conquistar, conseguir, debelar, ganhar, obter, tocar, vencer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κατακτώ, κατακτώ συνώνυμα, κατακτώ στα αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ αγγλικά, κατακτώ english, κατακτώ στα πορτογαλικά, abranger στα ελληνικά
κατακτώ στα πορτογαλικά