lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατακτώ στα ρωσικά

Λέξη:
κατακτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
добывать, завоевывать, завоёвывать, закабалять, наживать, одолеть, осилить, пересилить, победить, побороть, подбивать, покорять, преодолевать, преодолеть, раздобывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατακτώ, κατακτώ συνώνυμα, κατακτώ στα αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ αγγλικά, κατακτώ english, κατακτώ στα ρωσικά, добывать στα ελληνικά
κατακτώ στα ρωσικά