lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπασμα στα δανική

Λέξη:
λίπασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
gødning, gødsel
Σχετικές λέξεις:
δανική λίπασμα, λίπασμα τιμή, λίπασμα πάνθηρας, λίπασμα κομπλεζάλ, λίπασμα ελιές, λίπασμα ελιάς, λίπασμα στα δανική, gødning στα ελληνικά
λίπασμα στα δανική