lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπασμα στα ουκρανικά

Λέξη:
λίπασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
гній, опади
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά λίπασμα, λίπασμα τιμή, λίπασμα πάνθηρας, λίπασμα κομπλεζάλ, λίπασμα ελιές, λίπασμα ελιάς, λίπασμα στα ουκρανικά, гній στα ελληνικά
λίπασμα στα ουκρανικά