lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λίπασμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
λίπασμα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
abono, esterco, estrume
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λίπασμα, λίπασμα τιμή, λίπασμα πάνθηρας, λίπασμα κομπλεζάλ, λίπασμα ελιές, λίπασμα ελιάς, λίπασμα στα πορτογαλικά, abono στα ελληνικά
λίπασμα στα πορτογαλικά