lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λίπασμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dune, dung, fertiliser, fertilizer, manure, muck
λίπασμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hnojivo, hnůj, lejno, mrva, neřád, neřádstvo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dung, düngemittel, dünger, mist
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gødning, gødsel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abono, estiércol
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amendement, bouse, crottin, engrais, fumier, fumure, poudrette
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concime, fertilizzante, letame
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dynga, gjødsel, husdyrgjødsel, møkk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
навоз, позем, удобрение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dynga, gödsel
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гной
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sõnnik, väetis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
apulanta, lannoite, lanta, sonta
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
trágya
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mėšlas, purvas, trąša, šlamštas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abono, esterco, estrume
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
hnojivo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гній, опади
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nawóz

Σχετικές λέξεις

λίπασμα 20-10-10, λίπασμα 11-15-15, λίπασμα 20-20-20, λίπασμα ελιάς, λίπασμα κομπλεζάλ, λίπασμα για λεμονιά, λίπασμα για γκαζόν, λίπασμα ελιές, λίπασμα πάνθηρας, λίπασμα τιμή