lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπώλιο στα δανική

Λέξη:
μονοπώλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
eneret, monopol
Σχετικές λέξεις:
δανική μονοπώλιο, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο στα δανική, eneret στα ελληνικά
μονοπώλιο στα δανική