lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπώλιο στα εσθονική

Λέξη:
μονοπώλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
εσθονική μονοπώλιο, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο στα εσθονική, monopol στα ελληνικά
μονοπώλιο στα εσθονική