lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπώλιο στα νορβηγικά

Λέξη:
μονοπώλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (2):
enerett, monopol
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μονοπώλιο, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο στα νορβηγικά, enerett στα ελληνικά
μονοπώλιο στα νορβηγικά