lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπώλιο στα ουκρανικά

Λέξη:
μονοπώλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
монополія, олігополія
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μονοπώλιο, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο στα ουκρανικά, монополія στα ελληνικά
μονοπώλιο στα ουκρανικά