lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπώλιο στα ουγγρική

Λέξη:
μονοπώλιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
egyedáruság, monopólium
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική μονοπώλιο, μονοπώλιο των εκατομμυριούχων, μονοπώλιο της βίας, μονοπώλιο σπόρων, μονοπώλιο σπίρτων, μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο στα ουγγρική, egyedáruság στα ελληνικά
μονοπώλιο στα ουγγρική