lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όρεξη στα δανική

Λέξη:
όρεξη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
appetit, grådighed, griskhed, iver, lyst, ønske, tørst
Σχετικές λέξεις:
δανική όρεξη, όρεξη συνώνυμα, όρεξη στην εγκυμοσύνη, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις αχαρναι, όρεξη να χεις ασπροπυργος, όρεξη στα δανική, appetit στα ελληνικά
όρεξη στα δανική