lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα ισπανικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (11):
acodar, aplazar, arrimar, arrinconar, demorar, depositar, diferir, emperezar, posponer, postergar, trasladar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα ισπανικά, acodar στα ελληνικά
αναβάλλω στα ισπανικά