lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα σουηδικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
ajournera, avlägga, bordlägga, dröja, uppskjuta, spara
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα σουηδικά, ajournera στα ελληνικά
αναβάλλω στα σουηδικά