lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα φινλανδικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
lykätä, viivyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα φινλανδικά, lykätä στα ελληνικά
αναβάλλω στα φινλανδικά