lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα νορβηγικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (7):
ajournert, avlegge, oppholde, utsette, henlegge, skrinlegge, spara
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα νορβηγικά, ajournert στα ελληνικά
αναβάλλω στα νορβηγικά