lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα ιταλικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
accantonare, differire, posticipare, rimandare, rinviare, riporre, ritardare, soprassedere, tardare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα ιταλικά, accantonare στα ελληνικά
αναβάλλω στα ιταλικά