lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα γερμανικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
abhängen, ablegen, aufschieben, aussetzen, beiseite, hinausschieben, stunden, suspendieren, verlegen, verschieben, vertagen, verzögern, weglegen, wegtun, zurücklegen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα γερμανικά, abhängen στα ελληνικά
αναβάλλω στα γερμανικά