lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα ιταλικά

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
ronzare, tintinnare, borbottare, fusa, mormorare, ringhiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά βουίζω, βουίζω στα ιταλικά, ronzare στα ελληνικά
βουίζω στα ιταλικά