lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα γερμανικά

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
brummen, gemurmelt, heulen, klimpern, klirren, mucken, murmeln, murren, schnurren, spinnen, summen, surren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βουίζω, βουίζω στα γερμανικά, brummen στα ελληνικά
βουίζω στα γερμανικά