lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα πολωνική

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
brzęczeć, buczeć, bzyczeć, bzykać, mruczeć, nucić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική βουίζω, βουίζω στα πολωνική, brzęczeć στα ελληνικά
βουίζω στα πολωνική