lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουίζω στα ρωσικά

Λέξη:
βουίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
бренчать, дребезжать, жужжать, звенеть, звякать, гудеть, мурлыкать, напевать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βουίζω, βουίζω στα ρωσικά, бренчать στα ελληνικά
βουίζω στα ρωσικά