lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα ιταλικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
assegnazione, destinazione, destino, fato, fortuna, lotto, meta, predestinazione, sorte, ventura
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα ιταλικά, assegnazione στα ελληνικά
πεπρωμένο στα ιταλικά