lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα νορβηγικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
formue, hell, lodd, loddseddel, lott, lykke, øde, skjebne, bestemmelse
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα νορβηγικά, formue στα ελληνικά
πεπρωμένο στα νορβηγικά