lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα γαλλικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
affectation, apanage, chance, destin, destination, destinée, fatalité, fatum, fortune, hasard, lot, prédestination, sort, usage
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα γαλλικά, affectation στα ελληνικά
πεπρωμένο στα γαλλικά