lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα τσεχική

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
bohatství, jmění, los, majetek, náhoda, osud, parcela, podíl, pozemek, přidělení, určení, úděl, štěstí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα τσεχική, bohatství στα ελληνικά
πεπρωμένο στα τσεχική