lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πεπρωμένο στα αγγλικά

Λέξη:
πεπρωμένο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
allocation, appropriation, assignation, destination, destiny, doom, fate, fortune, goal, karma, lot
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά πεπρωμένο, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο στίχοι, πεπρωμένο στα αγγλικά, allocation στα ελληνικά
πεπρωμένο στα αγγλικά