lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωτίζω στα ιταλικά

Λέξη:
φωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
illuminare, rischiarare, brillare, luccicare, rilucere, risplendere, splendere, benedire, santificare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φωτίζω, φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω στα ιταλικά, illuminare στα ελληνικά
φωτίζω στα ιταλικά