lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωτίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
φωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
благословити, благословляти, благословіть, випромінюйте, висвітлити, висвітлювати, вогник, запалити, запалювати, засвітити, лампа, легкий, ліхтар, опромінювати, освятіть, освячувати, освітити, освітлювати, освітліть, святіть, світильник, світлий, світло
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φωτίζω, φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω στα ουκρανικά, благословити στα ελληνικά
φωτίζω στα ουκρανικά