lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωτίζω στα τσεχική

Λέξη:
φωτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
hořet, iluminovat, objasnit, oslavit, oslavovat, osvítit, osvětlit, osvětlovat, ozářit, posvítit, posvětit, prosvítit, slavit, svítit, světit, vyleštit, vysvětlit, zasvitnout, zazářit, zářit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική φωτίζω, φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω στα τσεχική, hořet στα ελληνικά
φωτίζω στα τσεχική