lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χορηγώ στα ιταλικά

Λέξη:
χορηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
accordare, ammettere, assegnare, attribuire, concedere, confessare, riconoscere, rivendicare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά χορηγώ, χορηγώ συνώνυμο, χορηγώ συνώνυμα, χορηγώ στα αγγλικά, χορηγώ μετάφραση, χορηγώ αντώνυμο, χορηγώ στα ιταλικά, accordare στα ελληνικά
χορηγώ στα ιταλικά