lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χορηγώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
χορηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
adjudicar, admitir, conceder, conferir, confessar, declarar, outorgar, professar, reconhecer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χορηγώ, χορηγώ συνώνυμο, χορηγώ συνώνυμα, χορηγώ στα αγγλικά, χορηγώ μετάφραση, χορηγώ αντώνυμο, χορηγώ στα πορτογαλικά, adjudicar στα ελληνικά
χορηγώ στα πορτογαλικά