lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χορηγώ στα τσεχική

Λέξη:
χορηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (21):
dopřát, dovolit, dovolovat, doznat, poskytnout, povolit, propůjčit, přidělit, přijmout, připouštět, připustit, přisoudit, přiznat, přiznávat, strpět, udělit, uznat, uznávat, vyznat, vyzpovídat, zpovídat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική χορηγώ, χορηγώ συνώνυμο, χορηγώ συνώνυμα, χορηγώ στα αγγλικά, χορηγώ μετάφραση, χορηγώ αντώνυμο, χορηγώ στα τσεχική, dopřát στα ελληνικά
χορηγώ στα τσεχική