lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χορηγώ στα δανική

Λέξη:
χορηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
bekende, bevilge, indrømme, tilstå, vedgå
Σχετικές λέξεις:
δανική χορηγώ, χορηγώ συνώνυμο, χορηγώ συνώνυμα, χορηγώ στα αγγλικά, χορηγώ μετάφραση, χορηγώ αντώνυμο, χορηγώ στα δανική, bekende στα ελληνικά
χορηγώ στα δανική