lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα νορβηγικά

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
amper, barsk, besk, bitter, lei, penibel, pinlig, plagsom, sorglig, trist, tråkig, ubehagelig, utiltalende, utrivelig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα νορβηγικά, amper στα ελληνικά
δυσάρεστος στα νορβηγικά