lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκλαβώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σκλαβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
занявольваць, прыгнятаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σκλαβώνω, σκλαβώνω στα λευκορωσίας, занявольваць στα ελληνικά
σκλαβώνω στα λευκορωσίας