lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκλαβώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
σκλαβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
захопіть, поневолити, поневольте, поневолювати, скуйте, уярмити, уярмлювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σκλαβώνω, σκλαβώνω στα ουκρανικά, захопіть στα ελληνικά
σκλαβώνω στα ουκρανικά