lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκλαβώνω στα ρωσικά

Λέξη:
σκλαβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
порабощать, поработить, изнасиловать, растлить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σκλαβώνω, σκλαβώνω στα ρωσικά, порабощать στα ελληνικά
σκλαβώνω στα ρωσικά